Ετυμολογία

επεξεργασία
δοξεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοξεύω με τροπή του [τ] σε [δ]

δοξεύω (παθητική φωνή: δοξεύομαι)

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) τοξεύω, ρίχνω βέλος
    ※  13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 698 (697-698)
    Εἰς τὸν βυθὸν τῆς λίμνης σου ἀπέσω κολυμβοῦσι
    μικρὰ-μικρὰ ἐρωτόπουλα· δοξεύουν, μέσα παίζουν.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 114
    ※  16ος αιώνας, Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 313 (311-314)
    • Βλέπεις ἐτοῦτον τὸ βαστῶ τὸ σιδερὸ δοξάρι
      καὶ τὴν σαΐτταν τὴν βαστῶ καὶ τὸ μαῦρο κοντάρι;
      Τοῦτα δοξεύουν βασιλεῖς, ἀφέντες καὶ ῥηγάδες·
      τοὺς δυνατοὺς πληγώνουσιν, τοὺς ἄπιαστους σκοτώνου
      Κριαράς Εμμανουήλ, Η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου Β' (1942), σελ. 29, 47
    • βλέπεις ἐτοῦτον τὸ βαστῶ τὸ σιδερὸ δοξάρι
      καὶ τὴν σαΐτταν τὴν βαστῶ καὶ τὸ μαῦρο κοντάρι,
      τοῦτα δοξεύουν βασιλεῖς, ἀφένταις καὶ ῥηγάδες,
      τοὺς δυνατοὺς πληγόνουσιν, τοὺς ἄπιαστους σκοτόνουν,
      Carmina Graeca medii aevi. Λειψία, Γερμανία: B. G. Teubner, εκδότης: Wilhelm Wagner, 1874, σελ. 233 @books.google.gr
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 443 (443-445)
    Ἔρωτʼ, ἁποὺ μʼ ἐδόξεψες καὶ σκλάβο σου ἔκαμές με
    καὶ τόσες κακοριζικιὲς καὶ πόνους ἄξωσές με,
    κάμε περίσσα νὰ χαρῆς, σὰ δῆς τὸ σκοτωμό μου
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 106
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Δ', στίχ. 374 (373-374)
    Ἔρωτα, ὑγιέ μου, τὸ λοιπὸ ἄγωμε, γύρεψέ τσι
    κιʼ ὅσο μπορεῖς ἀδυνατὰ σύρε καὶ δόξεψέ τσι·
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 167
  2. (για μέλισσα) κεντρίζω
    ※  15ος αιώνας, Μπεργαδής, Ο απόκοπος, στίχ. 43 (43-46) @georgakas.lit.auth.gr
    K’ ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ μὲ δοξεύη
    καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνησεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη,
    νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά ’ρθη
    κ’ ἐγώ τὸ φᾶν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην.
    Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42.
  3. (μεταφορικά) ονειδίζω
  4. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία