σαλεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλεύγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈle.vɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λεύ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίασαλεύγω, πρτ.: (ε)σάλευγα, αόρ.: (ε)σάλεψα, π.αόρ.: εσαλεύτηκα, μτχ.π.π.: σαλευγμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση για ιδιωματικούς τύπους)
- (ιδιωματικό) διαλεκτική μορφή του σαλεύω ή (δημοτική)
- —ήντα κάμεις εϊτού; —μ΄ ήβαλε να του τα σαλεύγω!(Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος, αν είναι από συγκεκριμένο βιβλίο)
- Εννοώντας ότι τον έχει βάλει κάποιος να του ανακατεύει τα χρώματα σε δοχεία.
- —ήντα κάμεις εϊτού; —μ΄ ήβαλε να του τα σαλεύγω!(Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος, αν είναι από συγκεκριμένο βιβλίο)
- τρελαίνομαι, χάνω το μυαλό μου
- ⮡ μα σαλευγμένα τάχεις; (έχεις τρελαθεί;) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- κουνάω, κάνω κίνηση
- ⮡ Βρε, γιά σάλευγε! (κουνήσου!, ξεκίνα!)
Συγγενικά
επεξεργασία- σάλευγμα
- ασάλευγτος
- σαλευγμένος (μετοχή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλεύγω
|
Πηγές
επεξεργασία- σαλεύω (καί σαλεύγω) σελ.6459-6460 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]
Ρήμα
επεξεργασίασαλεύγω
- άλλη μορφή του σαλεύω
- → δείτε παράθεμα στο -εύγω