Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλεύγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saˈle.vɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λεύ‐γω

σαλεύγω, πρτ.: (ε)σάλευγα, αόρ.: (ε)σάλεψα, π.αόρ.: εσαλεύτηκα, μτχ.π.π.: σαλευγμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση για ιδιωματικούς τύπους)

  • (ιδιωματικό) διαλεκτική μορφή του σαλεύω ή (δημοτική)
    —ήντα κάμεις εϊτού; —μ΄ ήβαλε να του τα σαλεύγω!(Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος, αν είναι από συγκεκριμένο βιβλίο)
    Εννοώντας ότι τον έχει βάλει κάποιος να του ανακατεύει τα χρώματα σε δοχεία.
  • τρελαίνομαι, χάνω το μυαλό μου
    ⮡  μα σαλευγμένα τάχεις; (έχεις τρελαθεί;) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  • κουνάω, κάνω κίνηση
    ⮡  Βρε, γιά σάλευγε! (κουνήσου!, ξεκίνα!)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]

σαλεύγω