πασπατεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασπατεύγω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπασπατεύγω
- ψάχνω να βρω κάτι
πασπατεύω : από το αρχαίο ελληνικό πας άπτω =αγγίζω παντού ,πιθανόν όμως να είναι και από το πας οπτεύω = βλέπω παντού , προφανώς επειδή ψάχνω κάτι , πολλές φορές έχει και την έννοια του θωπεύω.