*λογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίααμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | — | — | ||
γενική | λογής | λογιών | ||
αιτιατική | — | — | ||
κλητική | — | — | ||
όπως «θηλυκά ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία*λογή θηλυκό
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ουσιαστικό
επεξεργασία*λογή θηλυκό