*δάϊς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | *δάϊς | |||
γενική | — | |||
δοτική | τῇ | δαΐ | ||
αιτιατική | τὴν | δάϊν | ||
κλητική ὦ! | — | |||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «δάϊς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *δάϊς < αρχαϊσμός, πιθανώς συνδέεται με τα δαΐς (δάδα) και δαίω (κατακαίω) από σύνδεση αναμεταξύ των ιδεών της μάχης και φωτιάς
- Δείτε μυκηναϊκή 𐀅𐀂𐀠𐀲 (da-i-pi-ta) που παρουσιάζει απουσία του δίγαμμα, πράγμα που υποδεικνύει προελληνική προέλευση[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία*δάϊς θηλυκό
- ελλειπτικό ουσιαστικό, μόνο στις πτώσεις: δοτική ενικού δαΐ (στη μάχη) & αιτιατική ενικού δάϊν (τη μάχη)
- → δείτε παραθέματα στο δαΐ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δήϊος σελ. 322 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- δάϊς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.