ὄπτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄπτησῐς | αἱ | ὀπτήσεις |
γενική | τῆς | ὀπτήσεως | τῶν | ὀπτήσεων |
δοτική | τῇ | ὀπτήσει | ταῖς | ὀπτήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὄπτησῐν | τὰς | ὀπτήσεις |
κλητική ὦ! | ὄπτησῐ | ὀπτήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀπτήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀπτησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὄπτησις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ὄπτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.