Δείτε επίσης: όπτηση

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄπτησῐς αἱ ὀπτήσεις
      γενική τῆς ὀπτήσεως τῶν ὀπτήσεων
      δοτική τῇ ὀπτήσει ταῖς ὀπτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὄπτησῐν τὰς ὀπτήσεις
     κλητική ! ὄπτησῐ ὀπτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπτήσει
γεν-δοτ τοῖν  ὀπτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄπτησις < ὀπτάω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄπτησις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία