λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀφρύωμα τὰ ὀφρυώματα
      γενική τοῦ ὀφρυώματος τῶν ὀφρυωμάτων
      δοτική τῷ ὀφρυώματι τοῖς ὀφρυώμασι(ν)
    αιτιατική τὸ ὀφρύωμα τὰ ὀφρυώματα
     κλητική ! ὀφρύωμα ὀφρυώματα
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀφρύωμα < ελληνιστική κοινή ὀφρυόομαι / ὀφρυ(οῦμαι) (ζαρώνω τα φρύδια, είμαι υπερόπτης) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀφρύωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὀφρύδιν