ὀφρύωμα
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀφρύωμα < ελληνιστική κοινή ὀφρυόομαι / ὀφρυ(οῦμαι) (ζαρώνω τα φρύδια, είμαι υπερόπτης) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀφρύωμα ουδέτερο
- (μεταφορικά) η υπεροψία, συνώνυμο του ὀφρύωσις
- ※ 7ος αιώνας Ανδρέας Κρήτης, 73
- ὀφρύωμα τῶν ἐχθρῶν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ὀφρύδιν
Πηγές
επεξεργασία- ὀφρύωμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .