ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡρωδιάς αἱ Ἡρωδιάδες
      γενική τῆς Ἡρωδιάδος τῶν Ἡρωδιάδων
      δοτική τῇ Ἡρωδιάδ ταῖς Ἡρωδιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἡρωδιάδ τὰς Ἡρωδιάδᾰς
     κλητική ! Ἡρωδιάς Ἡρωδιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡρωδιάδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἡρωδιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία