Ἡρωδιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἡρωδιάς | αἱ | Ἡρωδιάδες | ||||
γενική | τῆς | Ἡρωδιάδος | τῶν | Ἡρωδιάδων | ||||
δοτική | τῇ | Ἡρωδιάδῐ | ταῖς | Ἡρωδιάσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἡρωδιάδᾰ | τὰς | Ἡρωδιάδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Ἡρωδιάς | Ἡρωδιάδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἡρωδιάδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἡρωδιάδοιν | ||||||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἡρωδιάς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἩρωδιάς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἡρωδιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.