ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἐρᾰτονῑκᾱ-
ονομαστική Ἐρατονίκη αἱ Ἐρατονῖκαι
      γενική τῆς Ἐρατονίκης τῶν Ἐρατονικῶν
      δοτική τῇ Ἐρατονίκ ταῖς Ἐρατονίκαις
    αιτιατική τὴν Ἐρατονίκην τὰς Ἐρατονίκᾱς
     κλητική ! Ἐρατονίκη Ἐρατονῖκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρατονίκ
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρατονίκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐρατονίκη < Ἐρατο-, αρχαία ελληνική ἐρατός + νίκη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἐρατονίκη θηλυκό