Ἐμμέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἐμμέλειᾰ | ||||||
γενική | τῆς | Ἐμμελείᾱς | ||||||
δοτική | τῇ | Ἐμμελείᾳ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Ἐμμέλειᾰν | ||||||
κλητική ὦ! | Ἐμμέλειᾰ | |||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐμμέλεια < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘμμέλεια θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Emmelia of Caesarea στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- J.-S. Balzat, R.W.V. Catling, E. Chiricat, and T. Corsten 2018 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.C: Inland Asia Minor, Oxford: Oxford University Press