ἐσωτερικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐσωτερικότης | αἱ | ἐσωτερικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐσωτερικότητος | τῶν | ἐσωτερικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐσωτερικότητι | ταῖς | ἐσωτερικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐσωτερικότητα | τὰς | ἐσωτερικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐσωτερικότης | ἐσωτερικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐσωτερικότης θηλυκό