ἐρευνητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐρευνητικότης | αἱ | ἐρευνητικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐρευνητικότητος | τῶν | ἐρευνητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐρευνητικότητι | ταῖς | ἐρευνητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐρευνητικότητα | τὰς | ἐρευνητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐρευνητικότης | ἐρευνητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐρευνητικότης θηλυκό