ἐρεθιστικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐρεθιστικότης | αἱ | ἐρεθιστικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐρεθιστικότητος | τῶν | ἐρεθιστικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐρεθιστικότητι | ταῖς | ἐρεθιστικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐρεθιστικότητα | τὰς | ἐρεθιστικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐρεθιστικότης | ἐρεθιστικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐρεθιστικότης θηλυκό