ἐπιλεκτικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιλεκτικότης | αἱ | ἐπιλεκτικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐπιλεκτικότητος | τῶν | ἐπιλεκτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπιλεκτικότητι | ταῖς | ἐπιλεκτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπιλεκτικότητα | τὰς | ἐπιλεκτικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐπιλεκτικότης | ἐπιλεκτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπιλεκτικότης θηλυκό