καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπαναστάτις αἱ ἐπαναστάτιδες
      γενική τῆς ἐπαναστάτιδος τῶν ἐπαναστατίδων
      δοτική τῇ ἐπαναστάτιδι ταῖς ἐπαναστάτισι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπαναστάτιν τὰς ἐπαναστάτιδας
     κλητική ! ἐπαναστάτι ἐπαναστάτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπαναστάτις, -ιδος θηλυκό