ἐνορῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνορῖτις | αἱ | ἐνορίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ἐνορίτιδος | τῶν | ἐνοριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνορίτιδι | ταῖς | ἐνορίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνορῖτιν | τὰς | ἐνορίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | ἐνορῖτι | ἐνορίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐνορῖτις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του ἐνορίτης: η ενορίτισσα