Δείτε επίσης: Έμα, Έμμα

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

ἐμά

  1. (κτητική αντωνυμία) () ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἐμός
  2. (κτητική αντωνυμία) () ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, θηλυκού γένους του ἐμός

Κτητικές αντωνυμίες

επεξεργασία

Για έναν κτήτορα

επεξεργασία

Για πολλούς κτήτορες

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  • τᾱ̓μᾰ́: (τὰ ἐμᾰ́) τα δικά μου, οι δικές μου υποθέσεις