Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐλαττωματικότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
καθαρεύουσα
(κατά την αρχαία κλίση)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ἡ
ἐλαττωματικότη
ς
αἱ
ἐλαττωματικότητ
ες
γενική
τῆς
ἐλαττωματικότητ
ος
τῶν
ἐλαττωματικοτήτ
ων
δοτική
τῇ
ἐλαττωματικότητ
ι
ταῖς
ἐλαττωματικότησ
ι
(
ν
)
αιτιατική
τὴν
ἐλαττωματικότητ
α
τὰς
ἐλαττωματικότητ
ας
κλητική
ὦ
!
ἐλαττωματικότη
ς
ἐλαττωματικότητ
ες
3η κλίση
,
Κατηγορία 'τάπης'
όπως «
τάπης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐλαττωματικότης
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
) η
ελαττωματικότητα