ἐκρηκτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκρηκτικότης | αἱ | ἐκρηκτικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐκρηκτικότητος | τῶν | ἐκρηκτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐκρηκτικότητι | ταῖς | ἐκρηκτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐκρηκτικότητα | τὰς | ἐκρηκτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐκρηκτικότης | ἐκρηκτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐκρηκτικότης θηλυκό