ἐκκεντρικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκκεντρικότης | αἱ | ἐκκεντρικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐκκεντρικότητος | τῶν | ἐκκεντρικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐκκεντρικότητι | ταῖς | ἐκκεντρικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐκκεντρικότητα | τὰς | ἐκκεντρικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐκκεντρικότης | ἐκκεντρικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐκκεντρικότης θηλυκό