Δείτε επίσης: Άρβα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄρβ αἱ Ἄρβαι
      γενική τῆς Ἄρβης τῶν Ἀρβῶν
      δοτική τῇ Ἄρβ ταῖς Ἄρβαις
    αιτιατική τὴν Ἄρβᾰν τὰς Ἄρβᾱς
     κλητική ! Ἄρβ Ἄρβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἄρβ
γεν-δοτ τοῖν  Ἄρβαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἄρβα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἄρβα θηλυκό

  • πόλη της Αχαΐας
  • νησί και πόλη της Βόρειας Αδριατικής, το Rab της σημερινής Κροατίας