Ἁρπάγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἁρπάγιον | ||
γενική | τοῦ | Ἁρπαγίου | ||
δοτική | τῷ | Ἁρπαγίῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Ἁρπάγιον | ||
κλητική ὦ! | Ἁρπάγιον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἁρπάγιον < ἁρπάζω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἉρπάγιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- Ἁρπάγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.