Ἁλίπεδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἁλίπεδον | ||
γενική | τοῦ | Ἁλιπέδου | ||
δοτική | τῷ | Ἁλιπέδῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Ἁλίπεδον | ||
κλητική ὦ! | Ἁλίπεδον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἁλίπεδον < ἁλίπεδον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἉλίπεδον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αλίπεδον στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἁλίπεδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.