Δείτε επίσης: ἁλίπεδον, αλίπεδο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Ἁλίπεδον
      γενική τοῦ Ἁλιπέδου
      δοτική τῷ Ἁλιπέδ
    αιτιατική τὸ Ἁλίπεδον
     κλητική ! Ἁλίπεδον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἁλίπεδον < ἁλίπεδον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἁλίπεδον ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία