Ἀχλαδέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀχλαδέα | αἱ | Ἀχλαδέαι | ||||
γενική | τῆς | Ἀχλαδέας | τῶν | Ἀχλαδεῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ἀχλαδέᾳ | ταῖς | Ἀχλαδέαις | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἀχλαδέαν | τὰς | Ἀχλαδέας | ||||
κλητική ὦ! | Ἀχλαδέα | Ἀχλαδέαι | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈχλαδέα ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) η Αχλαδέα