Ἀφίδνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀφίδνη | αἱ | Ἀφίδναι |
γενική | τῆς | Ἀφίδνης | τῶν | Ἀφιδνῶν |
δοτική | τῇ | Ἀφίδνῃ | ταῖς | Ἀφίδναις |
αιτιατική | τὴν | Ἀφίδνην | τὰς | Ἀφίδνᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀφίδνη | Ἀφίδναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀφίδνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀφίδναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Δείτε και ἡ Ἄφιδνα, αἱ Ἄφιδναι. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀφίδνη < Ἄφιδνα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈφίδνη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του Ἄφιδνα
Πηγές
επεξεργασία- Ἀφίδνη - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- Ἄφιδνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.