Ἀφίδναι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Ἀφίδναι |
γενική | τῶν | Ἀφιδνῶν |
δοτική | ταῖς | Ἀφίδναις |
αιτιατική | τὰς | Ἀφίδνᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀφίδναι | |
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἀφίδναι θηλυκό στον πληθυντικό
Πηγές επεξεργασία
- Ἄφιδνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.