Ἀσσυρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀσσυρίς | αἱ | Ἀσσυρίδες |
γενική | τῆς | Ἀσσυρίδος | τῶν | Ἀσσυρίδων |
δοτική | τῇ | Ἀσσυρίδῐ | ταῖς | Ἀσσυρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ἀσσυρίδᾰ | τὰς | Ἀσσυρίδᾰς |
κλητική ὦ! | Ἀσσυρίς* | Ἀσσυρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσσυρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσσυρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈσσυρίς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀσσυρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.