ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀντίκραγος
      γενική τοῦ Ἀντικράγου
      δοτική τῷ Ἀντικράγ
    αιτιατική τὸν Ἀντίκραγον
     κλητική ! Ἀντίκραγε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀντίκραγος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀντίκραγος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. βουνό της Λυκίας
  2. οχυρό στο παραπάνω βουνό