Ἀνθοχώριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀνθοχώριον | ||||||
γενική | τοῦ | Ἀνθοχωρίου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἀνθοχωρίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Ἀνθοχώριον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀνθοχώριον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈνθοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Ανθοχώρι με συνθετικό -χώριον