Ἀνθεμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀνθεμίᾱ | αἱ | Ἀνθεμίαι |
γενική | τῆς | Ἀνθεμίᾱς | τῶν | Ἀνθεμιῶν |
δοτική | τῇ | Ἀνθεμίᾳ | ταῖς | Ἀνθεμίαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀνθεμίᾱν | τὰς | Ἀνθεμίᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀνθεμίᾱ | Ἀνθεμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀνθεμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀνθεμίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀνθεμία < Ἀνθέμιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈνθεμία θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- J-S Balzat, R. W. V. Catling, É. Chiricat and F. Marchand 2014 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.B: Coastal Asia Minor. Caria to Cilicia, Oxford: Oxford University Press