ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀκραιφεύς
      γενική τοῦ Ἀκραιφέως
      δοτική τῷ Ἀκραιφεῖ
    αιτιατική τὸν Ἀκραιφέ
     κλητική ! Ἀκραιφεῦ
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀκραιφεύς < Ἀκραιφ(ία) + -εύς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀκραιφεύς αρσενικό, μόνο στον ενικό