ἄρκευθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄρκευθος | αἱ | ἄρκευθοι |
γενική | τῆς | ἀρκεύθου | τῶν | ἀρκεύθων |
δοτική | τῇ | ἀρκεύθῳ | ταῖς | ἀρκεύθοις |
αιτιατική | τὴν | ἄρκευθον | τὰς | ἀρκεύθους |
κλητική ὦ! | ἄρκευθε | ἄρκευθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρκεύθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρκεύθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄρκευθος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄρκευθος, -ου θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄρκευθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.