↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγλῑθ-
ονομαστική ἄγλις αἱ ἄγλιθες
(& ἀγλῖθες)
      γενική τῆς ἄγλιθος
(& ἀγλῖθος)
τῶν ἀγλίθων
      δοτική τῇ ἄγλιθ ταῖς ἄγλισ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄγλιν τὰς ἄγλιθᾰς
     κλητική ! ἄγλι ἄγλιθες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄγλιθε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγλίθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄρνις' όπως «ὄρνις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγλις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄγλις θηλυκό