ἀτημέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀτημέλειᾰ | αἱ | ἀτημέλειαι | ||||
γενική | τῆς | ἀτημελείᾱς | τῶν | ἀτημελειῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀτημελείᾳ | ταῖς | ἀτημελείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀτημέλειᾰν | τὰς | ἀτημελείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀτημέλειᾰ | ἀτημέλειαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτημελείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀτημελείαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀτημέλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀτημέλεια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀτημέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.