Δείτε επίσης: ατημέλεια
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀτημέλει αἱ ἀτημέλειαι
      γενική τῆς ἀτημελείᾱς τῶν ἀτημελειῶν
      δοτική τῇ ἀτημελεί ταῖς ἀτημελείαις
    αιτιατική τὴν ἀτημέλειᾰν τὰς ἀτημελείᾱς
     κλητική ! ἀτημέλει ἀτημέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτημελεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀτημελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτημέλεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀτημέλεια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία