ἀσυνεσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀσυνεσίᾱ | αἱ | ἀσυνεσίαι |
γενική | τῆς | ἀσυνεσίᾱς | τῶν | ἀσυνεσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀσυνεσίᾳ | ταῖς | ἀσυνεσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀσυνεσίᾱν | τὰς | ἀσυνεσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀσυνεσίᾱ | ἀσυνεσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσυνεσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσυνεσίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀσυνεσία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀσυνεσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσυνεσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.