Δείτε επίσης: ασυνεσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσυνεσί αἱ ἀσυνεσίαι
      γενική τῆς ἀσυνεσίᾱς τῶν ἀσυνεσιῶν
      δοτική τῇ ἀσυνεσί ταῖς ἀσυνεσίαις
    αιτιατική τὴν ἀσυνεσίᾱν τὰς ἀσυνεσίᾱς
     κλητική ! ἀσυνεσί ἀσυνεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσυνεσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀσυνεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσυνεσία < ἀσύνετος + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀσυνεσία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία