↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀστειολογί αἱ ἀστειολογίαι
      γενική τῆς ἀστειολογίᾱς τῶν ἀστειολογιῶν
      δοτική τῇ ἀστειολογί ταῖς ἀστειολογίαις
    αιτιατική τὴν ἀστειολογίᾱν τὰς ἀστειολογίᾱς
     κλητική ! ἀστειολογί ἀστειολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστειολογί
γεν-δοτ τοῖν  ἀστειολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀστειολογία < ἀστειολόγ(ος) + -ία (-λογία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀστειολογία αρσενικό