ἀστειολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀστειολογίᾱ | αἱ | ἀστειολογίαι |
γενική | τῆς | ἀστειολογίᾱς | τῶν | ἀστειολογιῶν |
δοτική | τῇ | ἀστειολογίᾳ | ταῖς | ἀστειολογίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀστειολογίᾱν | τὰς | ἀστειολογίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀστειολογίᾱ | ἀστειολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστειολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστειολογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀστειολογία < ἀστειολόγ(ος) + -ία (-λογία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀστειολογία αρσενικό
- το έξυπνο αστείο, ευφυολόγημα
Πηγές
επεξεργασία- ἀστειολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.