ἀρετά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαδωρική κλίση | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἁ | ἀρετᾱ́ | ταὶ | ἀρεταί | ||||
γενική | τᾶς | ἀρετᾶς | τᾶν | ἀρετᾶν | ||||
δοτική | τᾷ | ἀρετᾷ | ταῖς | ἀρεταῖς & ἀρεταῖσι(ν)στον Πίνδαρο | ||||
αιτιατική | τὰν | ἀρετᾱ́ν | τὰς | ἀρετᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | ἀρετᾱ́ | ἀρεταί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὰ | ἀρετᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | ταῖν | ἀρεταῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ἀρετά' όπως «ἀρετά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρετά, -ᾶς θηλυκό
- δωρικός τύπος του ἀρετή
Πηγές
επεξεργασία- ἀρετά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.