ἀντίκοιλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀντίκοιλον | τὰ | ἀντίκοιλᾰ |
γενική | τοῦ | ἀντικοίλου | τῶν | ἀντικοίλων |
δοτική | τῷ | ἀντικοίλῳ | τοῖς | ἀντικοίλοις |
αιτιατική | τὸ | ἀντίκοιλον | τὰ | ἀντίκοιλᾰ |
κλητική ὦ! | ἀντίκοιλον | ἀντίκοιλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντικοίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντικοίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀντίκοιλον < ἀντί- + αρχαία ελληνική κοῖλος σε ουδέτερο γένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀντίκοιλον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἀντίκοιλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.