↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀναξυρίς αἱ ἀναξυρίδες
      γενική τῆς ἀναξυρίδος τῶν ἀναξυρίδων
      δοτική τῇ ἀναξυρίδ ταῖς ἀναξυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀναξυρίδ τὰς ἀναξυρίδᾰς
     κλητική ! ἀναξυρίς* ἀναξυρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναξυρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀναξυρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναξυρίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναξυρίς θηλυκό

  1. (φυτό) συνώνυμο του ὀξαλίς ή ὀξυλάπαθον, το Λάπαθον το οξυλάπαθον
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ἀναξυρίδες (τα παντελόνια)