Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμέρδω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμέρδω

  1. αποστερώ, αφαιρώ από κάτι
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 331 (331-332)
    εὖτ᾽ ἂν δὴ Κύκνον γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς, | τὸν μὲν ἔπειτ᾽ αὐτοῦ λιπέειν καὶ τεύχεα τοῖο,
    μόλις στερήσεις τη γλυκιά ζωή απ᾽ τον Κύκνο, | κι αυτόν και τα όπλα του εκεί ν᾽ αφήσεις,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα
  3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 340 (340-344)
    ὄσσε δ᾽ ἄμερδεν | αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων | θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν | ἐρχομένων ἄμυδις· μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη | ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ᾽ ἀκάχοιτο.
    και οι λαμπρές ασπίδες | οι θώρακες νεοστίλβωτοι, τα σπιθοβόλα κράνη | τους οφθαλμούς εθάμπωναν με του χαλκού την λάμψιν | καθώς αυτοί συγκρούονταν· και άσπλαχνος θα ήταν κείνος | που βλέποντας θα εχαίρονταν, αντί ν᾽ ακούσει πόνον.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (για αντικείμενα) χάνω τη λάμψη, θαμπώνω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 18 (17-19)
    ὄφρα κεν ἐς θάλαμον καταθείομαι ἔντεα πατρὸς | καλά, τά μοι κατὰ οἶκον ἀκηδέα καπνὸς ἀμέρδει | πατρὸς ἀποιχομένοιο· ἐγὼ δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.
    εγώ στο μεταξύ θα μεταφέρω ν᾽ ακουμπήσω στη μέσα κάμαρη | τα ωραία όπλα του πατέρα μου, που αφρόντιστα έμειναν στο σπίτι και θόλωσε ο καπνός τη λάμψη τους, | αφότου μίσεψε μακριά ο πατέρας μου, όταν εγώ ήμουν παιδάκι ακόμη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  5. (στην παθητική φωνή) χάνω, αποστερούμαι
  6. ελληνιστική συνώνυμο του ἀμέργω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι:

  Πηγές επεξεργασία