ἀβαμπαρλιέρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβαμπαρλιέρης < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική avant-parlier[1] < avant[2] + parlier[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀβαμπαρλιέρης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.1, Τόμος Α - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ < υστερολατινικά abante < λατινικά ab + ante
- ↑ < δημώδη λατινικά *paraulāre (μιλώ) < *paraulō < υστερολατινικά parabolo < λατινικά parabola < αρχαία ελληνικά παραβολή αντιδάνειο