Δείτε επίσης: Αβοκάτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβοκᾶτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική avvocato (δικηγόρος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀβοκᾶτος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἀββοκάτοι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ἀββοκᾶτος - ἀβοκᾶτος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»