Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

درویش (tr) (derviş)

  1. φτωχός
  2. αφοσιωμένος στο θεό, σούφι

Απόγονοι

επεξεργασία

درویش (derviş) (οθωμανικά τουρκικά)

  •  δείτε την περσική درویش



Ετυμολογία

επεξεργασία
درویش < παλιότερες μορφές < μέση περσική dlgwš (driyōš, φτωχός, ενδεής) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «driyōš» σελ. 27@books.google - MacKenzie, David Neil (2014) A concise Pahlavi dictionary (Συνοπτικό λεξικό μέσης περσικής Παχλαβί-αγγλικής γλώσσας), Νέα Υόρκη: Routledge. 1η έκδοση:1971.