Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωτοσκοπία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ωτοσκοπί
α
οι
ωτοσκοπί
ες
γενική
της
ωτοσκοπί
ας
των
ωτοσκοπι
ών
αιτιατική
την
ωτοσκοπί
α
τις
ωτοσκοπί
ες
κλητική
ωτοσκοπί
α
ωτοσκοπί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωτοσκοπία
<
ωτοσκοπώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωτοσκοπία
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
ωτοσκόπηση