ψυχοπλάκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοπλάκωση | οι | ψυχοπλακώσεις |
γενική | της | ψυχοπλάκωσης* | των | ψυχοπλακώσεων |
αιτιατική | την | ψυχοπλάκωση | τις | ψυχοπλακώσεις |
κλητική | ψυχοπλάκωση | ψυχοπλακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοπλακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχοπλάκωση < ψυχοπλακώνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχοπλάκωση θηλυκό
- το ψυχοπλάκωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοπλάκωση
|