↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιμυθίωση οι ψιμυθιώσεις
      γενική της ψιμυθίωσης* των ψιμυθιώσεων
    αιτιατική την ψιμυθίωση τις ψιμυθιώσεις
     κλητική ψιμυθίωση ψιμυθιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψιμυθιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιμυθίωση < ψιμυθιώνω < αρχ. ψιμύθιον «άσπρη σκόνη βαφής προσώπου για καλλωπισμό, στολίδι, καλλώπισμα»

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψιμυθίωση θηλυκό

  • μακιγιάζ, το φτιασίδωμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία