χύμευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χύμευση | οι | χυμεύσεις |
γενική | της | χύμευσης* | των | χυμεύσεων |
αιτιατική | τη | χύμευση | τις | χυμεύσεις |
κλητική | χύμευση | χυμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χύμευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χύμευση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χύμευση
|