Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονοεπίδομα τα χρονοεπιδόματα
      γενική του χρονοεπιδόματος των χρονοεπιδομάτων
    αιτιατική το χρονοεπίδομα τα χρονοεπιδόματα
     κλητική χρονοεπίδομα χρονοεπιδόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονοεπίδομα < χρονο- + επίδομα (από την έννοια "επίδομα χρόνου υπηρεσίας")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονοεπίδομα ουδέτερο

  • επίδομα που προστίθεται στο μισθό με βάση τα χρόνια προϋπηρεσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία