↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηματόδεμα τα χρηματοδέματα
      γενική του χρηματοδέματος των χρηματοδεμάτων
    αιτιατική το χρηματόδεμα τα χρηματοδέματα
     κλητική χρηματόδεμα χρηματοδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρηματόδεμα (μαρτυρείται από το 1873)[1] < χρηματο- + δέμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρηματόδεμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1118, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου