πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορτοπαγίδα οι χορτοπαγίδες
      γενική της χορτοπαγίδας των χορτοπαγίδων
    αιτιατική τη χορτοπαγίδα τις χορτοπαγίδες
     κλητική χορτοπαγίδα χορτοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χορτοπαγίδα < χορτο- + παγίδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χορτοπαγίδα θηλυκό

  • διάταξη που συγκρατεί φύλλα και χόρτα σε βιομηχανική επεξεργασία (πλύσιμο) τροφίμων
      Στη συνέχεια τα τεύτλα οδηγούνται στο τμήμα πλύσης όπου περνώντας από σειρά μηχανημάτων (χορτοπαγίδες, λιθοπαγίδες, απολασπωτές κ.ά.) (Τεχνική και σχεδιασμός στις βιομηχανίες τροφίμων, ΕΜΠ, ανάκτηση 20/11/2021)

Μεταφράσεις

επεξεργασία